Σάββατο 6 Απριλίου 2013

α ρε ελπίδα ανέγγιχτη τι καημούς ξεγεννας



για δες τη γυναίκα
πώς φευγει
πώς αργα μπαινει μές στο φτηνό παλτό της
πώς γυρνάει το κεφάλι ανεπαίσθητα
και χαμογελάει
με τις πρώτες κυλιδες θλίψης στα μάγουλα της

για δες
που πηγαίνει η θλίψη της
πόσο ανεβαίνει
πώς πνίγει τα μάτια της
δες τη στιγμη που πνίγονται

δες τη στιγμή που δεν αναπνέουν πια

και δες
δες
πόσο ακόμη θα γεμίζουν με θλίψη
και πως η θλίψη είναι η μόνη που δεν παύει πουθενά

πάντα θα χωράει κι άλλη θλιψη σε δυό μάτια

και παντα εύκολα σε δρόμους άνυδρους θα τα σκορπά


για δες
τη γυναίκα πώς γίνεται δύο
μέλη σπασμένα στις πολλες ιαχές

πώς γινεται θραύσμα από ατύχημα ξένο
και χέρι που δεν μπορεί να κλείσει απ' τις πληγές

και πώς κουρνιάζει στις ρίζες των δέντρων σαν σπασμένο κλαδί
σε πόλεμο εξευτελισμένων από λυγμους
ξεγυμνωμένων απ' το μέσα τους κρύο
και ανυποψίαστων παιδιών αγκαλιασμένων στην πλατεία ένα πρωι

δες λίγο τα πόδια της πώς τρέμουν απ' την αλήθεια
και πώς το στήθος της πονάει απ' τη φωτιά

και δες το πρόσωπό σου στον καθρέπτη μετά
μετά απ' τη γυναίκα που φέυγει

δες τα
γιατί θα φέρεις τις εικόνες σου μια μέρα στο πρόσωπο σου ανάμεσα και στον ήλιο
και τη λήθη θα αισθανθείς
τη λήθη
 που όλο θα σε κυνηγά για ποτέ της να μη ρθει


-γαμώ τα όνειρά μου ε;-









Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Εκδικητικά


http://www.youtube.com/watch?v=H88g_Eew4PY


Σ αυτό το σπίτι οι κουρτίνες πέφτουν βαριά, οι δείκτες γρήγορα χτυπούν, και τα φώτα, αναβοσβήνουν σε στιγμές ανύποπτες λίγο πριν να καούν.

Όλα αποκτούν ένα χρώμα θολό και περιφέρονται σαν ετοιμοθάνατοι από αρρώστιες που δεν βρέθηκαν ακόμη,
ή τα μάτια, κουράστηκαν πολύ.

Κάπως έτσι θα μπορούσα να χαθώ, σε ένα σαν κι αυτό σπίτι. Εσύ θα ούρλιαζες απ’ έξω «μη» κι εγώ θα γελούσα και θα έσπαγα τα τζάμια όλα για να ακούω πιο διαπεραστικά την κάθε σου κραυγή.
  
Θα σου μιλούσα για εκείνο το χώμα που παίρνει ο αέρας και ξεσκεπάζει τους νεκρούς , τα στολίδια τους μαζί και τα κομμάτια που σαπίσαν. Και θα βρισκες κι εσύ τους δικούς σου. Θα τους ονομάτιζες απ’ τα δόντια και τις θέσεις των ματιών που πήραν δυό κατάλευκα κενά, κι εκείνο το μικρό βουνό στην αριστερή πλευρά απ’ τα χείλη, ενθύμιο ενός παλιού επαναλαμβανόμενου τραβήγματος σε στιγμές εκστατικές.

Μπορεί απ’ τα στόματα να βγαινε η φωνή τους, αν έσκυβες πολύ κι αν ακουμπούσες το πρόσωπό σου στα κόκκαλα τους μέσα, και μπορεί να σε σήκωνε εκείνη η φωνή, λίγο πιο ψηλά απ’ το έδαφος, έστω για τελευταία φορά. Τα αμάξια θα φώναζαν διπλά, ένα πουλί θα πετούσε στα δέντρα υστερικά, και μια γυναίκα θα μάζευε από κάτω τα κομμάτια της για να τα βάλει σε έναν τάφο. Ίσως και, αν ακουμπούσες σε εκείνο το σημείο που πια δεν έχει τίποτα και δε σημαίνει κάτι, να υγραινόσουν απ’ τα χείλη. Να ερεθιζόσουν απ’ τη γλώσσα. Κι έστω για τελευταία φορά. Αλλά μικρές σταγόνες βροχής θα άρχιζαν να πέφτουν κι η σκόνη θα καθόταν κάτω ξανά, θα άσπριζε τα απομεινάρια του κάποτε αίματος και θα κρύωνε κι άλλο την παγωμένη ζωντανή μνήμη. Τα δάχτυλά σου δε θα μπορούσαν να αγγίξουν πια, και η γυναίκα θα είχε μπει μέσα στον τάφο για να μη βραχεί.

Θα σου έλεγα τότε πως οι νεκροί φοβούνται τη βροχή, περιμένουν τον ήλιο για να φανούν λαμπερά τα κόκκαλά τους  και απόλυτος ο θάνατός τους.

Κι εσύ δε θα φώναζες πια «μη» και εγώ θα έπαιρνα στα χέρια ένα ένα τα γυαλιά απ’ όλα τα παράθυρα  του σπιτιού που για να σε ακούω θα είχα σπάσει.

Μόνο θα περπατούσες ρυθμικά αριστερά και πίσω, μπροστά και δεξιά και θα έτρεμαν  τα χέρια σου απ’ την ανικανότητα να αγγίξουν τους νεκρούς σου και θα εννοούσες λέξεις που όλοι κάποτε θα έχουμε πει σ αγαπώ σε θέλω σε λατρεύω αγααααααπη μου αρρώστιες που γλιστράς μέσα τους και σε τρώνε από μέσα.

Κι εγώ θα έβαζα τα γυαλιά μες στ αυτιά μου, βαθειά, για να μην ακούω την σιωπή της επιφάνειάς σου. Γιατί η σιωπή θα ήταν πιο εκκωφαντική από τα ουρλιαχτά και πιο φρικτή και πιο απόλυτη και πιο διαρκής.

Και θα ταν τότε,η πρώτη φορά , που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να πει «άκουσα, αλήθεια, τη σιωπή».

Όμως δε θα το έλεγε κανένας άνθρωπος γιατί πολύ την αποδοκιμασία των άλλων θα φοβόταν, τα πώς και τα γιατί, και τις φράσεις των δελτίων που με στόμφο και ενθουσιασμό για έναν άνθρωπο τέτοιο θα μιλούσαν.

Η σιωπή θα έμενε το κοινό μυστικό μας,

Θα ήταν το πρώτο που θα άπλωνα το χέρι να κουβαλήσω μαζί μου.

Και σίγουρα, το τελευταίο.

Σου φωνάζει η γυναίκα, να τη βοηθήσεις, ξέχασε  πάνω στο έδαφος το λαιμό και το στήθος της, και η θέση τους είναι κάτω από το έδαφος πια, μαζί της.

Θα σου έλεγα εκείνη τη στιγμή, πως, τόσο σημαντικό είναι να πας και να σηκώσεις με τα χέρια σου τα μέλη της, να την κοιτάξεις καλά και να της αφήσεις τα κομμάτια μέσα στη γη, όχι λόγω κάποιας ανωτέρας ηθικής, αλλά είναι που, χωρίς αυτά δεν είναι «αυτή», δεν είναι «η γυναίκα», το σώμα της την έχει καθορίσει, χωρίς αυτό δεν έχει ούτε λόγο ο θάνατός της.

Και θα πήγαινες. Γιατί θα ήθελες κάτι να έχει λόγο

κι ο θάνατος να έχει κάτι.

Μα είναι που δε βγαίνει ήχος μέσα απ’ τη λάσπη επάνω στην από χρόνια σαπισμένη μου γλώσσα.

Και που είμαι εγώ η γυναίκα
 και δεν μπορώ να μιλάω σαν δεύτερος επάνω στον εαυτό μου, μου το έχουν απαγορέψει κι αυτό, και του έχω απαγορέψει κι εγώ του εαυτού.

Αλλά είναι που πιο πολύ, η γυναίκα είναι ένας απ τους πολλούς νεκρούς σου

και είμαι εγώ η γυναίκα, και ξέχασα εκείνο το βουνό δίπλα στα χείλη, το απ’ τα πολλά χαμόγελα και τις ειρωνίες βουνό, και ξέχασα και τη σκόνη πάνω του σαν χιόνι,
μόλις τώρα το θυμήθηκα, μόλις τώρα που έβαλες τα χείλη σου σ’ εκείνο το στο τέλος του κρανίου κενό.

Σε ευχαριστώ

αλλά κλείσε λίγο την πόρτα όταν φεύγεις
γιατί άρχισε να βρέχει
κι όπως σου είπα, πια φοβάμαι τη βροχή.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

στο παρκάκι ανάμεσα απ' τα δέντρα που όλα τα φύλλα τους έχουν ρίξει...

έτσι είναι και η ζωή μας
όπως τα δέντρα

όπως ο ήλιος
καμιά φορά βγαίνει ανάμεσα απ' τα σύννεφα
κι άλλες φορές
χάνεται μέσα σ' αυτά
εγκλωβισμένος


Περάσματα είμαστε
 απ' τη ζωή κάποιου άλλου...


υγ: Μίλησα σε εκείνο το κορίτσι
κοντά στα δέκα
στο τέλος της είπα "γεια σου"
και μου απάντησε "γεια σας"
και κάπως έτσι μαθαίνω ότι μεγάλωσα λίγο
δεν είμαι πια παιδί...
(τι έκανα λάθος;)


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

ανυπόταχτη ακοή

Ανάμεσα σ'εκείνη την πευκοβελόνα και στο πρώτο βαθούλωμα απ' το χώμα, λικνιζόταν

αγέρωχη με γυάλινα μάτια

εκστατική η σιωπή της κι οι άηχοί της αναστεναγμοί.

είχε καπνίσει ένα δισεκατομμύριο τσιγάρα ώσπου σταμάτησε να εισπνέει

είχε γεμίσει τα τετράδιά της με λέξεις ώσπου σταμάτησε να μιλά
σε στάση ακοής.αφουγκραζόταν για τους πολλούς της λάσπης τις εσώτερες κινήσεις
 στα παραμύθια με νεραιδόσκονη λίγη θα πετούσε, εδώ γίνεται η ίδια σκόνη
άυλη, τρομερή
με τις αισθήσεις μια για πάντα χαμένες,δύσκολα γέλια και αγγίγματα να τσούζουν
σαν τη λάμα του ξουραφιού πριν την ταφή
Αιώνια, από πάντα γεννημένη και μόνη
Αιωρούμενη πάνω σε πλάτες μυστικών μυρμηγκιών, λωρίδα κοινή του εδάφους
το αίμα της σάπιο από την τελευταία φύση,
παλαιωμένη για τους άλλους και πυχτή μαρμελάδα
με τα δάχτυλα γλυμένη, σαν απαγορευμένη υφή,
σ' όλα τα γυμνά κύτταρά της
βασανιστήριο ο πόνος και χάδι
στεγνωμένα απ' το πρόσωπο ως τις πατούσες αλμυρά υγρά
βουτηγμένη στης θάλασσας το αναπόφευκτο πέρας.
και πίσω ξανά.

πότε πέθανε και πότε την θάψαν;


Σαν ύμνος

από κάτω της
τρεμόπαιζε
μια λέξη
τ' όνομά της
Ανυπακοή
κοίταξα ξαφνικά έξω από το παράθυρο του λεωφορείου

πόσο μεγάλες είναι οι πολυκατοικίες μπροστά στους ανθρώπους..!

(και οι άνθρωποι μπροστά στις πολυκατοικίες;;)

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Σπασμών

Βάφτηκε κόκκινο το πρόσωπό της. Από ένα παλιό κραγιόν αγορασμένο σε κάτι παλιατζίδικα της Αθήνας. Μεταχειρισμένο, μάλλον. Κομμένο στην άκρη. Υγρό. Από αυτά που έχουν ξαναφορεθεί φορές και φορές, για να φιλήσουν χείλη, και θα φοριούνται όσο υπάρχουν φιλιά. Αντίδοτα στην μελαγχολία των ημερών και οι λόγοι αυτής.
- Γιατί, τα φιλιά έχουν λόγο. Μιλάν μυστικά και με γλώσσες που δε μάθαμε, ή δε ρουφήξαμε ακόμα.

Εκείνη σκεφτόταν πώς θα ρουφήξει τις καινούριες γλώσσες. Να τις νιώσει στον ουρανίσκο της. Ακουμπούσε στην άκρη του δρόμου σαν ανάπηρη και έκλεινε τα μάτια για να συγκεντρωθεί στη στιγμή της φανταστικής άισθησής της. Έβαζε τα δάχτυλα στο στόμα και τα γυρνούσε γύρω γύρω, τα ακουμπούσε μετά στο κάτω μέρος της μύτης, στη δεξιά πλευρά του στόματος, στη μέση από τα μάγουλά της, έφτιαχνε νοητές γραμμές γύρω από τα μάτια. Κάπου κάπου θα περνούσε κανένας περαστικός και θα την κοιτούσε με απορία, ή σεβασμό, κι ίσως να γελούσε πνιχτά ή να γυρνούσε ντροπιασμένος το κεφάλι απ την άλλη. Σιγομουρμουρίσματα, απαπαπα, τι κάνει αυτή, τρελή τρελή, μην της δίνεις σημασία, και θα κλείνε τα μάτια στο παιδί.
Εκείνη συνέχιζε τη μυστηριακή ζωγραφική της, ακόμη στην εικόνα μες στο μυαλό της, κι ούτε που μπορούσε να φανταστεί πόσο κόκκινο είχε γεμίσει το πρόσωπό της. Κι όμως, ένιωθε το χρώμα στο δέρμα της, σαν αόρατο όμως βερνίκι, σαν πέρασμα από ξένου χείλη, σαν γλυψίματα στην άκρη της σάρκας. Είχε δώσει στο κόκκινο το χρώμα του σάλιου και στο σάλιο την μορφή του χρώματος.
Καμιά φορά, περνούσαν στιγμές που δεν είχε αναπνεύσει, ξεχνούσε, γιατί δε λειτουργούσε τίποτα βιολογικά. Τα μέλη της ακίνητα κρυώνανε απ' τον τοίχο,το αίμα της είχε αναπτύξει τη βραδύτητά του, η καρδιά της χτυπούσε σε άρρυθμους τόνους, όλες οι εντός της συνδέσεις εναρμονίζονταν μέσα στη δική της σκέψη. Το σώμα αποτελούσε ένα ακόμη ρούχο και δεν όριζε τίποτα. Όλα συνέβαιναν μέσα σε κάτι άυλο που δεν μπορούσε κι ούτε ήθελε να εξηγήσει ακριβώς, πολλοί μιλήσαν με λέξεις γι αυτό, το είπανε πνεύμα, ουσία, ψυχή, αλλά κανείς δεν κατάφερε να το εξηγήσει. Μόνο αράδιαζαν λέξεις για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή του ή το τέλος του, αλλά δεν ξέραν τι υπήρχε ή τι θα τελείωνε ακριβώς.
Ξεκίνησε να βγάζει ουρλιαχτά. Κραύγαζε απ' την φανταστική (;) της ηδονή, ένιωθε χωρίς σώμα την υγρασία του κάθε φιλιού, πώς ενώνονταν οι γλώσσες με τη μία να ορμάει να σκίζει να περιορίζει την άλλη, κι όλο σε νέες μάχες να την οδηγεί, και πώς δυό πρόσωπα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με δύο γλώσσες τόσο διαφορετικές.

Βογγούσε και έκλαιγε από νέους μελλοντικούς εισερχόμενους πόνους αλλά το πρόσωπο είχε πια χάσει τη χρησιμότητά του, η ίδια διαισθανόταν πως είχε παρατήσει όλα τα εξαρτήματά της, πρόσωπα, χέρια, μήτρες, γόνατα, κι είχε μολύνει τη συνολική ύπαρξή της με της φαντασίας της την εξουσία.

Το τελευταίο που πρόλαβε να συγκρατήσει από το σώμα ήταν οι πρώτοι κολπικοί σπασμοί, ολοκληρωτικά γεννημένοι από τη σκέψη μα πρώτοι αγγελιοφόροι της σάρκας.

Ξύπνησε φυλακισμένη στο σώμα της, με ένα κορδόνι γύρω απ το λαιμό της, σαν σύμβολο του ατελείωτου μέσα της σφιξίμου, και με εκείνο το καθαρογραμμένο χαρτί τους μπροστά στα μάτια της, αριθμημένες ερωτήσεις, και να απαντήσει σ αυτές, εύκολα και περιφραστικά εξηγώντας όλη τη ζωή της.
1.Ονομάζομαι
2.Γεννήθηκα
3.Κατοικώ
4.Ανήκω
5.Έχω
6.Πάσχω από


Σχιζοφρένεια. Μανιοκατάθλιψη.Κατάθλιψη. Κρίσεις πανικού.Υστερία. Σωματομετατροπή. Διπολική διαταραχή.


Είναι άρρωστη σε επικίνδυνο βαθμό. 
Την είδαν παιδιά. Άκουσαν τους πρώτους της σπασμούς.
Πρέπει να αποσυρθεί.


Υπέγραψε κάτω απ' τη δήλωσή της
Μη προσαρμοστικότητα στο περιβάλλον. Απρεπής συμπεριφορά. Προσβολή δημοσίας αιδούς. Αντιαισθητική. Υπερβολικά κόκκινα βαμμένη. Σεξουαλικώς μανιακή. Προκλητική. Επικίνδυνη.
Δήλωσε πως η σημερινή συμπεριφορά της στο δρόμο οφειλόταν στο σύμπτωμα ν.26.






Τώρα φοράει το κραγιόν μπροστά απ τον λευκό τους τοίχο και δίνει τα φιλιά στο τσιμέντο.
Το βάφει.

Ποτέ δεν ανέφερε πώς ξεκίνησαν οι πόνοι, πώς με τα πρώτα υγρά όρμηξε ο κόσμος επάνω της σαν ποίμνιο μετά την ενορία απογυμνωμένο και στείρο, να την ξεσκίσει.
κι ούτε και είπε τίποτα για τις γλώσσες.


γιατί, που να ξέρουν αυτοί από φιλιά;