Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Χώρα

Ούτε που σκέφτηκα ποτέ ότι ήσουν περιττός στον κόσμο

Πανέμορφη η μορφή σου
Μορφή μες στη μορφή και πιο κάτω

Όλο και πιο κάτω μπορούσα να σε βρω

Έσκαβα σαν το σκυλί που ζούσε δίπλα μας εκείνο το καλοκαίρι
Έφτιαχνα οδούς κάτω απ τις λεωφόρους
Ακόμη και κάτω από τους πόρους σου περπάτησα
Όχι τίποτε σπουδαίο, μόνο που νόμισα πως μπορούσα να σε φτάσω

Αλλά ποιος ήσουν για να γίνεις προορισμός;

«ένα ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει»

Κόντεψα να σε φτιάξω ακριβώς, με λαμαρίνες να σε χτίσω, να σε κλείσω στα βολικά κουτιά μου, να σε κλειδώσω με ταινίες που έκοβα με το στόμα
Δε θυμόμουν καν πώς είναι να αναπνέεις στο σκοτάδι
Και να μη βλέπεις καν το χνώτο πάνω σε έναν οποιονδήποτε καθρέφτη
Μόνο να νιώθεις τη μυρωδιά απ τα δόντια σου που καίνε
Μόνο να σε τρυπάει η απουσία της λέξης

Τόπος νόμιζα πως ήσουν
Συγκεκριμένη περιουσία απλανούς τουρίστα
Πως θα φτανε κανείς με λεωφορείο που πήρε από εθνική οδό κοντά στο φυλάκιο εκείνο της Τουρκίας
Σε σένα πως θα ερχόμουν πληρώνοντας είκοσι λίρες εισιτήριο ή κάποιο νταβατζή για να με πάρει με τη βάρκα με όλο μου το σώμα για την τίμια ανταλλαγή

Κι όταν έβλεπα το ρολόι στο μπαλκόνι
Που μια φίλη τόσο ήθελε να σπάσει
Νόμιζα πως βρισκόσουν στο μικρό δευτερόλεπτο πριν απ’ το ακριβώς
Αλλά εσύ

Εσύ
Δεν μετριόσουν με τικ ούτε με τακ

Εσύ δεν ήσουν τρόπος να μετρήσω τον χρόνο
Ήσουν ο χρόνος ο ίδιος
Και πάντα πίσω πίσω με γυρνούσες

Στο πριν την μπαζωμένη μέρα

Και δεν τελείωνε ούτε ξεκινούσε μέρα καμιά
Γιατί δεν είχαμε λέξεις να περιγράψουμε τις ρυτίδες στο σώμα μας ούτε τον χορό του ήλιου
Και μόνο γυρνούσαμε μαζί σε ένα παιχνίδι νερών και χρωμάτων
Και σάλιων στις 6 το πρωί-και χωρίς ώρα

Δεν υπήρχαν λέξεις

Γιατί οι λέξεις θέλουν γλώσσα συγκεκριμένη
Κι εμάς οι γλώσσες μας μάχονταν η μία με την άλλη και γινόντουσαν μάζα μία και γλώσσα καμιά

Και οι γλώσσες
θέλουν θρησκείες, ήθη και ηθικές

Θέλουν έθνη και ανθρώπους να σηκώνουν το κεφάλι και να λένε αυτό το χώμα που πατώ εδώ μου ανήκει και να τρυπάνε κάποιου άλλου το κεφάλι και να του λένε πως δε χωράει πέρα από την επόμενη αόρατη γραμμή

Εμείς ζήσαμε και χωρίς γλώσσα
Γιατί αυτή η χώρα έχει σύνορα και κόβει και ζυγίζει σε μεταλλικές ζυγαριές το αίμα και την επάρκεια των ξένων

Εσύ όμως ήσουν χώρα

έξω από τη γη και χωρίς σύνορα.



Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Σημείο μηδενικό

Η μοναξιά είναι σημείο μηδενικό
Τίποτα δεν υπάρχει πίσω της και από αυτή όλα πηγάζουν
-μου είπε κάποιος ότι υπάρχουν αριθμοί αρνητικοί…
Κοιτώντας τον ψηλό λεπτοκαμωμένο φοίνικα, δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ τα πόδια σου 
και τον τρόπο που μπλέκονταν με τα δικά μου.
Έχει περάσει ένας χρόνος παρά τρεις μέρες
από τότε που σε ρώτησα
αν σ’ αρέσει η ποίηση
και που
κοίταξα για λεπτά ολόκληρα
τα ξερά χόρτα από κάτω
ψηλά να επεκτείνονται
κι ένιωσα πως μαζί τους ψηλώνει το κορμί μου κι επεκτείνεται ο χρόνος μου
ΑΥΤΗ είναι μια αίσθηση χαμένη
 και θα καταχωρηθεί στο αόρατο σεντούκι που φυλάω
στο τελευταίο σκαλί δίπλα στην εξώπορτα
ανάμεσα απ’ τις κόρες
Μια μαγική σιωπή θα σε περιβάλει πάντα,
αφού δε μιλάς
και δεν μπορώ να αρθρώσω πια τις σωστές για σένα λέξεις
Δεν υπάρχουν λέξεις,
όπως και τότε, όμως αλλιώς,
και μαζεύω τις αισθήσεις που τυχαία από τη μνήμη ανασύρω
για να τις φορτώσω σε μικρά σεντούκια
μέσα σε τεράστια ξύλινα κάρα
Οδηγώ και βγαίνω από την εθνική με εκατό
με ξύλινο όχημα
για να πέσω σε γκρεμό
(ή να πετάξω)
Οι χαμένες αισθήσεις
μαζεμένες σφιχτά
αλλαγμένες
μεγαλώνοντας νύχτα όλα τα μάτια σου
ολόκληρα
και όλα τα άλλα
Οι αισθήσεις που χάθηκαν για να γεννηθούν και να χαθούνε πάλι, όλες βουτηγμένες σε καταπράσινα νερά, πνιγμένες
σιγοτρέμουν ενδιάμεσα της πέτσας και της καρδιάς μου, 
και κανείς
–ούτε εγώ-

δεν μπορεί να τις βρει
:
χαθήκαν κι έτσι απέκτησαν όνομα.