Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Απαντώντας

κρύος χειμωνιάτικος αέρας, τα χέρια ενωμένα και σφιγμένα γύρω από τρεμάμενα σώματα, και κάπου μακρυά πώς κοιτάμε, με τόση έκπληξη απ τη μαγεία, πώς τόση μαγεία είναι υπαρκτή, κι αρχίζει η βροχή, οι μουσικές της, σιγοτραγουδάμε μαζί της, δεύτερες φωνές και τρίτες,
όπως και δεύτερες ζωές, και τρίτες
γιατί κάθομαι στα πλακάκια ακόμη και νιώθω αυτό το σφίξιμο εσωτερικά,
 που δε μ έχει πάρει πάλι  ο αέρας.


http://www.youtube.com/watch?v=IhqqZN0H7CI


και θέλω να σπάσω τα τείχη πια

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

σαν ειδηση...


Κοιτάζει προσεκτικά. Ανοίγουν οι πόρτες κλείνουν οι πόρτες. Όλοι έχουν φύγει. Κανείς. Σιωπή.
Κοιτάζει στον καθρέφτη. Προσεκτικά. Ανοίγει τις πόρτες κλείνει τις πόρτες. Κοιτάζει στον καθρέφτη, μία φορά, έχουν φύγει…έχουν φύγει…;
Πατάει το κουμπί, το πράσινο το κόκκινο, ανοίγει τις πόρτες κλείνει τις πόρτες, κοιτάζει στον καθρέφτη , βλέπει πίσω, έχουν φύγει…;
Κοιτάζει κοιτάζει στον καθρέφτη, πολλές πολλές φορές, ξέρει ότι έχουν φύγει, έχουν φύγει. Κανείς. Σιωπή.
Ξέρει ότι έχουν φύγει. Έχουν ανοίξει οι πόρτες έχουν κλείσει. Στάση. Μια στάση μες στη σιωπή.
Ξέρει ότι έχουν φύγει, όλοι, ότι δεν είναι κανείς, η τελευταία στάση,
Επόμενη στάση τερματικός σταθμός….επόμενη στάση τερματικός σταθμός…
Ξέρει ότι δεν είναι κανείς, έχουν φύγει όλοι, όμως κοιτάει ακόμη στον καθρέπτη, στάση, ακόμη στον καθρέφτη, ακόμη στη στάση, στην τελευταία στάση, σιωπή, ακίνητος, μέσα από αντανακλάσεις παρατηρεί αυτή τη σιωπή, αιχαμαλωτίζει το χρόνο, σκόνες και μέσα από τα λασπωμένα τζάμια κάποια ακτίνα φωτός, έχουν ανάψει οι λάμπες, εκεί δίπλα στην τελευταία στάση, κοιτάει πολλές φορές ενώ το ξέρει πως όλοι έχουν φύγει, στην τελευταία στάση, επόμενη στάση τερματικός σταθμός, κανείς, ισορροπεί μες στη σιωπή…




Συμπλέκτης και γκάζι, απαλά, εναλασσόμενα, συμπλέκτης και γκάζι, αφήνει το ένα πατάει το άλλο, απαλά, εναλασσόμενα, συμπλέκτης και γκάζι, γκάζι, γκάζι, κοιτάει μπροστά, η σιωπή, και έχουν φύγει όλοι, όλοι, στην τελευταία στάση
θα φτάσει μόνος, συμπλέκτης και γκάζι, γκάζι, γκάζι, γκάζι,
ως το τέρμα το γκάζι, ως το τέρμα, θόρυβος, η διάλυση της σιωπής, η μηχανή, το γκάζι, οι ρόδες, η άσφαλτος, θόρυβος, θόρυβος, θόρυβος, σε χίλια κομμάτια η σιωπή, τινάζεται απ τη μηχανή, το γκάζι, τις ρόδες, την άσφαλτο, από τις φλέβες του τινάζεται η σιωπή, από τους αδένες στο λαιμό του, απ το δέρμα του από κάθε κύτταρο στο δέρμα του, στα πόδια του, στα χέρια του, στα πνευμόνια του,
όλα τα κύτταρα στα μάτια του τινάζουν τη σιωπή, τη σκορπούν σε χίλια κομμάτια και γεμίζει όλο τον κόσμο.

Συμπλέκτης και γκάζι, απαλά, εναλασσόμενα, συμπλέκτης και γκάζι, αφήνει το ένα πατάει το άλλο, απαλά, εναλασσόμενα, συμπλέκτης και γκάζι, γκάζι, γκάζι, ο θόρυβος, πατάει μόνο γκάζι, ο θόρυβος,ο θόρυβος έχει γεμίσει το μυαλό του, οι αισθήσεις του επιβιώνουν γιατί υπάρχει ο θόρυβος, εδώ υπάρχει ο θόρυβος, ο θόρυβος από τη μηχανή από το γκάζι από τις ρόδες από την άσφαλτο από τις φλέβες του απ τους αδένες του από το δέρμα του από κάθε μα κάθε κύτταρό του,
ο θόρυβος μες στο μυαλό του, μες στο μυαλό του
ο θόρυβος από το γκάζι
ως το τέρμα το γκάζι μέχρι τέλος το γκάζι,

κι αυτός, με τα μάτια πάντα μπροστά,
με τα μάτια για πάντα κλειστά,
μέσα στον πανικό από το θόρυβο,
μέσα στον απόλυτο, εκστατικό, ανυπέρβλητο θόρυβο,
θα διαλυθεί σε χίλια κομμάτια.

στα χίλια κομμάτια
μιας αόριστης σιωπής.




“Οδηγός λεωφορείου μετά την τελευταία στάση πριν τον τερματικό σταθμό έπειτα από την αποβίβαση των τελευταίων επιβατών, συνέχισε τη διαδρομη του με εξαιρετική ταχύτητα και συνετρίβει σε φράχτη μάντρας οικοδομικών υλικών, δέκα μέτρα πριν το τέρμα.”






αυτες οι γυναικες, ειχαν με το χρονο κατι


Κι εκεί που περπατούσαν, στον μεγάλο καθρέπτη του άδειου δρόμου που με λύσσα κοιτάζαν τους εαυτούς τους, φανερώθηκαν οι μάνες τους.
Και θυμήθηκαν εκείνη τη φωτογραφία που τα πρόσωπα των πεθαμένων πια συγγενών τους είχαν ξεθωριάσει μα θολά περιφέρονταν πάνω στο χαρτί με χαμόγελα ή δάκρυα, κάτι ανάμεσα, που δεν ξεχώριζες ακριβώς. Κι άρχισαν να ουρλιάζουν σαν να είχαν δει τους εαυτούς τους πατημένους από ανυπόμονο τρένο και σε ορθάνοιχτους και ψηλούς τάφους πεταμένους, αγγίζανε τα προσωπά τους με τέτοια απόγνωση και τόση επιθυμία, ελπίζοντας να βρουν στη θέση τους όλα τα χαρακτηριστικά τους, καθαρά, άφθαρτα και ανέγγιχτα από όλα τα ρολόγια, μα τα χέρια τους δεν πιάνανε πια, τα δάχτυλα δεν μπορούσαν να αγγίξουν, ό,τι και να ακουμπούσαν χανότανε μέσα σε μια υφή κάτι πολύ αόριστου και μακρινού, και πια τα πρόσωπά τους τα ίδια είχαν πάρει αυτή την υφή, η ίδια απόμακρη αίσθηση το άγγιγμα της μύτης ή των ματιών, τα χείλη δεν είχαν υγρασία καμιά κι όσο κι αν έκλαιγαν αδυνατούσαν να νιώσουν τα βρεγμένα μάγουλά τους.
Έτσι όπως θυμήθηκαν την παλιά των πεθαμένων φωτογραφία, κι έτσι όπως δεν μπορούσαν να βρουν ούτε ένα σημάδι από τα κάποτε ολοζώντανα πρόσωπά τους, αναρωτήθηκαν σιωπηλά κάποιες κι άλλες με πολλά συνεχώμενα κι ανήκουστα ουρλιαχτά, μήπως έχουν θολώσει κι αυτές, μήπως πια δεν είναι ορατό το γέλιο ή το δάκρυ τους, και μπερδεύονται πια ακόμη κι αυτές, οι πιο ξεκάθαρες και αναλλοίωτες εκφράσεις, και μήπως ζάρωσε το χαρτί και από τη δική τους φωτογραφία πια, και ζάρωσαν κι αυτές οι ίδιες μέσα σ αυτό, κι ακόμη, αν θα ξαναδούν ποτέ ανάγλυφα τα πρόσωπά τους, και πόσο μα πόσο χρονών να είναι….

Ώσπου πιάσαν έναν χορό πρωτόγνωρο, άρυθμο, άγριο, από το ένα σημείο στο αντίθετό του, ξεσκίζοντας τα μαλλιά τους, και τα κεφάλια τους τραβώντας σαν να πρέπει να τα βάλουνε στη θέση τους, και άρχισαν να τρέχουν, με ταχύτητες σαν μικρών παιδιών, και τρόπους απόλυτα γερασμένους, με αγωνία και με μίσος, για να φτάσουν στο σπίτι, να ανοίξουν το συρτάρι, να αρπάξουν τα σκόρπια χαρτιά, και να δουν να δουν να δουν τη μία και μοναδική δική τους φωτογραφία…



«Ένα χαμόγελο, σας παρακαλώ, πνίγομαι»



(από 20.11)


Στην ανοιχτή τηλεόραση το πρωί στο κανάλι του κράτους, βλ. της κυβερνήσεως, οι καλοί μας δημοσιογράφοι κάνανε ένα ρεπορτάζ για τον Χρόνη Μίσσιο. Πέθανε χτες και τώρα τον θυμήθηκανε ξαφνικά όλοι. Όπως πάντα. Άλλωστε δεν αποτελεί απειλή πια, δε θα γράψει άλλες λέξεις...Στην πορεία του ρεπορτάζ, έρχισε ο Τσίπρας τις δηλώσεις για τα χτεσινά των μεγάλων αρχηγών, οπότε κόψανε το ρεπορτάζ για τον Μίσσιο. Από τον Μίσσιο στον Τσίπρα. Με το κουστουμάκι του και τις καθιερωμένες λεξούλες, τον συγκεκριμμένο τρόπο να κουνά τα χέρια, τις ίδιες φράσεις, και πώς θα διαχειριστούμε τον ανυπέρβλητό μας καπιταλισμό, πώς θα τον τραβήξουμε από δω πως θα τον ισιώσουμε εκεί, για να κάνει και λίγο χώρο, να βάλουμε μέσα και τους μετανάστες, και μερικούς ανέργους, αλλά δεν μπορούμε και όλους, βλέπεις είναι δύσκολοι καιροί...
Κάτι πονάει μέσα μου όταν βλέπω  στην τηλεόραση το πρόσωπο του Μίσσιου, κι ούτε που του είχα μιλήσει ποτέ αλλά μου μίλησε αυτός πολύ μέσα απ τα –τυποποιημένα, έστω- γράμματά του. Κουβεντιάσαμε σιωπηλά με πολλούς φθόγγους να στριφογυρνούν στο μυαλό μας κάποια βράδια κάτω από την κίτρινη λάμπα του τοίχου μου ή σε λεωφορεία και μετρό, που σχολιάσαμε τα ανάποδα χαμόγελα των περαστικών. Ήθελα και πέρα απ αυτά να του γράψω ένα γράμμα, κάτι να του πω, δεν είχε πάρει ποτέ λέξη ζωντανή από μένα, παρ ότι τόσες μου είχε δώσει, οι λέξεις της δικής μας κουβέντας ήταν έμβρυα σε μήτρες όλο στα πρόθυρα του να γεννηθούν, κι όταν άκουσα τη φράση «πέθανε ο χρόνης μίσσιος», να, τόσο απλά όπως θα λέγαμε «έχει λυθεί το κορδόνι σου» ή «η ώρα είναι τρεις», ακούστηκε σαν τότε που λέμε "πρέπει να φύγω"  ή  "δε σε αγαπώ πια", και έβγαλα ένα Α.

Κάτι πονάει μέσα μου όταν βλέπω το πρόσωπό του στην τηλεόραση, μετά από το πρόσωπο του δημοσιογράφου που όπως λέει με «ευλάβεια» έπειτα από την σύντομη διακοπή, ξαναγυρνάει στο ρεπορτάζ για τον Μίσσιο. Όχι ρε, όχι αυτοί, που μας ντύσανε με τα ολόφρεσκά τους ψέματα και τις μπαγιάτικες τις σάπιες τους από καιρό λέξεις. Τα στόματά τους που τους τα ανοίγουν αυτοί που μας βαράνε, μας λιώνουν , μας εξευτελίζουν, αλήτες στα κρατητήριά τους, και απελπισμένοι στις ουρές των ταμείων ανεργίας. Όχι αυτοί. Δε θέλω να μου μιλήσουν αυτοί οι πλαστικοί στην οθόνη «άνθρωποι» για «έναν ρομαντικό, έναν αγωνιστή της εποχής του», αυτοί που προσπαθούν να εξομοιώσουν τη βία του κομμουνιστή/αριστερού με εκείνη του φασίστα. Μου παραθέτουν δύο λεπτά από τον άπλετο τηλεοπτικό τους χρόνο για την ομορφιά της ζωής μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου, ενώ τα υπόλοιπα λεπτά, σε τηλεοπτικό χρόνο και σε πραγματικό, με καθηλώνουν με διαφημίσεις, μιζέριες, φρίκες, απελπισίες, θανάτους, πολέμους, φτώχειες, ταπεινώσεις, κι αυτό το σαπισμένο το γκρι που μόνο αντικρίζω απέναντί μου,
και θα μου παραθέσουν αυτοί τις λέξεις του Μίσσιου για ΧΡΩΜΑ;
Κι εσύ ρε φίλε, που ανεβάζεις στο φεισμπουκ μίνι αφιερωματάκι για τον  Χρόνη Μίσσιο, «τον επαναστάτη, τον ρομαντικό, τον ανθρωπιστή,» και το βλέμμα σου είναι συνέχεια καρφωμένο στην ώρα του υπολογιστή, ή στο βαρύ ρολόι του χεριού σου, και περιμένεις να περάσει η ώρα να περάσει, να περάσεις κι εσύ , να φύγεις από δω, να φύγεις να τρέξεις να χαθείς, για να πας που, για να προλαβεις τι. Και πονάς φρικτά εδώ πέρα, μας έχουν ρίξει σ αυτή την ανεπανάληπτη ομίχλη που θα φέρει ή λήθη ή βροχή, και δεν μπορούμε ούτε να κοιταχτούμε μεταξύ μας, αλλά όυτε κι αγγίζουμε το σώμα μας, να δούμε ποιοι είμαστε κι εμείς, και τι μας λεει αυτό το κόκκινο το ζεστό που τρέχει απαλά μέσα μας και κάποτε μπορεί να σέρνεται στις ασφάλτους, και πονάς, και κάπως θες να τα αλλάξεις όλα αυτα, αλλά κυκλοφορείς μ αυτές τις λέξεις στο χέρι, που έγιναν φράσεις, προτάσεις, και καμένες μνήμες, όταν κόπηκε εκείνο το δέρμα μέσα σου, το εσωτερικό, που σου τράνταζε τις σάρκες απ την ασφυξία, και τώρα έγινες ο ίδιος μια ασφυξία, η μικρή σχισμή του δέρματος σου δίνει αυτή την ελάχιστη δόση οξυγόνου, για να συνεχίζεις να περπατάς και να βγάζεις άηχους φθόγγους. Σε περιμένω ρε φίλε με χαμόγελα στο στόμα και ένα τεράστιο ΑΑΑ όταν βλέπεις αυτό τον ουρανό μέσα στα χιλιάδες ακατανόμαστα χρώματα και τα μάυρα πουλιά που φωνάζουνε γύρω του, μέσα του, και να πιάνεις την καρδιά σου από τη δύναμη αυτής της αίσθησης, αλλά όταν σε αντικρίζω στη σχολή στα συντονιστικά στις συνελεύσεις στους διαδρόμους οι λέξεις είναι λέξεις και δεν είναι πετράδια με φως να μπαίνουν στη θάλασσα και να σχηματίζουν κύματα κύματα, τεράστια κύματα....όχι. Έχεις βάλει τις λέξεις σου σε τάξη, σε πρόγραμμα, ίδιες κι απαράλλαχτες, και που όταν τις λες η φωνή σου δεν τρέμει, «να βάζουνε τις λέξεις στην αράδα σαν τα σκοτωμένα παιδιά στον πόλεμο», αντί να είναι οι λέξεις σου ζωντανές, έκφραση από το μέσα σου, να σου πανε τη φωνή πάνω κάτω να στην ταρακουνάνε και μαζί και των ανθρώπων τις αισθήσεις και τις λογικές συνδέσεις στον εγκέφαλό τους. Αλλά όχι, και πάλι και πάλι, εσύ, με τα χιλιοειπωμένα κείμενά σου, και τα απαράλλαχτα,μονότονα και ρηχα συνθήματά σου, που νομίζεις κιόλας ότι γίνανε επιθυμίες του κόσμου, όποτε σε συμφέρει ο κόσμος έχει την ωριμότητα να κρίνει κι όποτε δε σε συμφέρει είναι ανώριμος και πρέπει να ωριμάσει...οι λέξεις σου ανώριμο τον καθιστούν, γιατί στέκουν παράμερα απ αυτόν, τον διώχνουν αποξενωμένο, αποκομμένο απ την κουβέντα σου, κι οι μόνες λέξεις που του απέμειναν είναι ένα «ναι» ή ένα «όχι». Απο μακριά, του ασκείς την τρομερή σου εξουσία με τα μίζερα αποστειρωμένα κι ανέκφραστα κειμενά σου, τον διώχνεις.
Ανάμεσα στα «Εεε...» και στους αναστεναγμούς και στις αμήχανες σιωπές των διαδικασιών σε είδα να κάθεσαι και να συντηρείς την ανυπαρξία της ομορφιάς, την αθλιότητα της κοινωνίας που κι εσύ ο ίδιος θέλεις να αλλάξεις. Αλλά τώρα έχω κάτι σκεφτεί. Και θέλω να στο πω, μήπως και ζήσουμε μαζί κάτι όμορφο. Λοιπόν, σκέφτηκα πως βαρέθηκα αυτή τη σιωπή, τα «εεε...» και τους αναστεναγμούς μας, και θέλω να σπάσω την απόλυτη σαπίλα που εντός μας ορίζει. Κάνω κάτι πάντα, όχι για να μη σου μοιάξω, αλλά πιο πολύ συμβαίνει σαν αυτόματη διαδικασία στα κύτταρά μου, να στο πω; Φαντάζομαι. Δεν μένω στο τώρα. Δεν αναπνέω μέσα σ αυτό. Πάντα στο αύριο που θα έρθει είμαι. Μπορώ να κοιτάω εκεί σαν να είναι κάπου υπαρκτό σύννεφο μέσα σ αυτό το δωμάτιο. Δε θέλω να με καταπιει η ταχύτητα και η βρώμα της εποχής μου. Γι αυτό αγαπώ τη βραδύτητα και περπατώ αργά στο δρόμο, τόσο που με βρίζουν οι φίλοι ή οι οδηγοί των αυτοκινήτων, και προσπαθώ από την α-ζωη της κάθε μέρας να μην μολυνθώ. Και θα μου πεις εσύ, «κι εγώ πώς να προλάβω να δω τον ουρανό;», γιατί έχεις τρελαθεί από μάθημα σε μάθημα κι από μάθημα σε δουλειά κι από δουλειά σε συνέλευση κι από συνέλευση σε πορεία και και και, κι εγώ θα νιώσω όλες αυτές τις τρομερές ενοχές του ανθρώπου που έχει το χρόνο ακόμη να γράφει κάτι, κι έπειτα θα σου πω, πως έτσι ακριβώς θα ξεχάσεις για τι παλεύεις κι εσύ, για τι παλεύεις κι εσύ αν αυτό δεν είναι η ανθρωπιά, η χαρά, η σύνδεση μεταξύ μας, ο έρωτας μας, κι αυτή η ανέλπιστη  ηρεμία όταν καθόμαστε να κοιτάξομε τον ουρανό ή τη θάλασσα ή μια μικρή πασχαλίτσα που έπεσε πάνω στο πουκάμισό σου; Και να νιώσουμε κομμάτι ζωντανό κι ωραίο αυτού του κόσμου και να χαμογελάσουμε πολύ μέσα μόνο και μόνο γιατί μπορέσαμε να υπάρξουμε με τόσες δυνατότητες και τόσες πιθανότητες....αλλά θα τα ξεχάσεις αυτά τώρα φίλε μου, γιατί παίζεις με τους δικούς τους κανόνες στο παιχνίδι. Αναπαράγεις τις λέξεις τους, τη φρασεολογία τους, για τη δική σου λογική και ανάλυση βασίζεσαι πάνω στη δική τους, δεμένος στα δικά της όρια, κι έτσι την αναπαράγεις άθελά σου, συνηθίζεις στην ασχημιά και δεν κοιτάς να φτιάξεις κάτι όμορφο, μόνο κάτι λιγότερο άσχημο στο τώρα και κάτι ιδανικό που κάποτε θα έρθει, και που καλά καλά ίσως να μη θυμάσαι και τι είναι αυτό το ιδανικό...ιδανικό που βέβαια στηρίζεται πάνω σε εργαλεία μηχανές και οικονομικές στατιστικές κι όχι δάχτυλα μάτια και εσωτερικές μοναδικότητες....όμως ακόμη κι αν το σώμα σου έχει γίνει το ίδιο μια μηχανή ταχείας λειτουργίας, το μυαλό σου παραμένει ελεύθερο όσο δεν το κλείνεις στα κουτάκια και στους νόμους τους, το μυαλό σου μπορεί πάντα να έχει μπροστά του το χρώμα, να μην ικανοποιείται και να μην συνηθίζει στο γκρίζο.
Η εποχή είναι πιο δύσκολη για μας. Τότε , στους άλλους δύσκολους καιρούς, σκοτώναν τους ανθρώπους με πιστόλια, πολυβόλα, μαχαίρια, ή βόμβες, τώρα νομίζουμε πως ζούμε και μέσα μας είμαστε ήδη νεκροί. Απομεινάρια μιας παλιάς βιολογικής γέννησής μας, αλλά μας θάψαν το μυαλό, κι αυτό αν δεν απομακρύνει το χώμα θα μεταμορφωθεί σε κρύος και σκληρός ανακαινισμένος τάφος.
Στην πορεία προχτες, σ ακουγα ρε φίλε, που φώναζες κι εσύ δυνατά, «εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία» κι ήθελα τόσο να σου πω πως τώρα δε θέλουμε πολυτεχνεία, και δε θέλουμε καταληψεις διαδηλώσεις για το αρθρο 16, τώρα θέλουμε κάτι δικό μας. Δε χρειαζόμαστε το δικό τους, χρειαζόμαστε να θυμόμαστε, αλλά να φτιάξουμε το δικό μας, δεν είμαστε κάποιοι άλλοι, μακρινοί επαναστάτες απ το παρελθόν, εμείς είμαστε,, κι έχουμε άλλα νέα μέσα έχουμε άλλα προβλήματα και πρέπει να βρούμε τις δικές μας εξεγέρσεις. Το Πολυτεχνείο ζει, αλλά εμείς όχι, εμείς προσπαθούμε να ζωντανέψουμε τους «άλλους» αναπαράγωντας κάθε φορά τις ίδιες εκφράσεις, αδυνατώντας να βρούμε νέους τρόπους, κάνωντας την φυλακή μας τρόπο ζωής.
Το ξέρω ρε φίλε, από πάνω ως κάτω ένα καρμπόν τους είμαστε, εντοιχισμένα μέσα μας τα μεγάφωνα που φωνάζουν «κατανάλωσε, τρέξε, δούλεψε, σώπα» και «μη, μη, μη, μη....», αλλά εγώ θέλω να μπω μέσα σου και να στα σπάσω τα άθλια, και μετά να τραβήξεις κι εσύ τα καλώδια μέσα μου για να μη βγάζει ήχο κανένα μεγάφωνο πια, και μόνο με τις δικές μας αυθεντικές φωνές τις χαμηλές και τις τρεμάμενες να αρχίσουμε να ψιθυρίζουμε έναν ξεχασμένο σκοπό....αλλά εσύ θα με πεις «ρομαντική», σαν να με βρίζεις, γιατί είναι βρισιά πια, ΠΡΕΠΕΙ να είμαστε "ρεαλιστές", πρεπει να κοιτάμε στη γη.
Μόνο ψιθυρίζω πως όταν κοιτάμε στη γη, συχνά ξεχνάμε να κοιτάξουμε λίγο πιο ψηλά ή λίγο πιο πέρα....Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές λοιπόν, χωμένοι βαθειά στη σαπίλα του κόσμου, συνηθισμένοι, αλλάζοντας την κοινωνία σύμφωνα με τους κανόνες της, να γινόμαστε ίδιοι με αυτούς που μισήσαμε, να συνηθίζουμε στην μη έκφραση και στην ανέκφραστη μη υποταγή, άρα στην ίδια την υποταγή.
Ρε φίλε, σε έχω δει πολλές φορές , και έχω πολύ βαθειά μέσα μου το πρόσωπό σου, δεν ξέρω το όνομά σου , αλλά θυμάμαι πώς κοιτάς, θα ήθελα πολύ να μου χαμογελάσεις κάποια στιγμή, όχι σαν να σου λεω «χαμογέλα ρε τι σου ζητανε» αλλά να μου χαμογελάσεις αληθινά και ωραία, και να μου πεις πραγματικά τι θες, σαν να ναι ένα σκηνικό ο κόσμος και να μπορείς να το ξηλώσεις τώρα εδώ και αμέσως, πες μου, πώς θα ήταν τα σκηνικά τα δικά σου;
Κι έλα να τα στήσουμε αυτά τα σκηνικά, όσο κατεβάζουμε τα αλλα να στήνουμε και τα δικά μας, και να μην είναι σκηνικά πια, αλλά χώμα, ιδρώτας και ήχος, έλα, να γίνουμε οι άνθρωποι που θέλουμε να έχουμε δίπλα μας, να παίξουμε το δικό μας παιχνίδι.

Κι όσο για αυτό το Α , δεν ήταν που ο Μίσσιος ήταν ήρωας, αυθεντία, επαναστάτης, συγγραφέας, ή κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που δε θα ξεχάσω «εκείνη τη βόλτα», αλλά για κάτι πιο μεγάλο και πιο σημαντικό, γιατί ήτανε άνθρωπος.
Α ν θ ρ ω π ο ς
Φιλε μου, ελα να γινουμε ανθρωποι, και χαρισε μου εκεινο το χαμογελο, σε παρακαλω, ΠΝΙΓΟΜΑΙ