Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

https://www.youtube.com/watch?v=dMKBLoEfQOA&feature=player_embedded

ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών
...Ναι! Είμαι παντρεμένη.
Έκανα δύο παιδιά με καισαρική.
Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα

Είμαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή, σ’ ένα μοντέρνο κάτεργο, ενός σύγχρονου κράτους. Το
έγκλημα;

Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για
να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο
το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρετε τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης.
Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης
των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να’ λεγα ότι με θάψατε ζωντανή 

σ’ ένα τάφο.

Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην
πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον –λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-
νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του
παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι
ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα
λευκό ατελείωτο.

ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή. Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου.
Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντινό για το πλυντήριο. Σκύβω και το
μαζεύω.
Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.
ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ.
Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ!

Να λοιπόν που σκέφτομαι!
Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. 

Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι!
Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι συντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε.
Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το
μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα.Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο!Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο.Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες.
Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για
τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι.
Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε.
Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν
έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του
χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.

Όσο κι αν δείχνετε σίγουροι το κάνετε από δειλία και φόβο. Γι' αυτό είστε αδίσταχτοι και τρελοί. Γι' αυτό έχετε τόσο ανάγκη αυτό το φωτισμένο ρεζίλι, τις εντυπωσιακές βιτρίνες, τους διάφορους ήχους και θορύβους, το ραδιόφωνο και το μαγνητόφωνο ανοιχτά μέχρι τέρμα που τα σέρνετε μαζί σας όπου πηγαίνετε, στα μαγαζιά στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, μέχρι και στα κρεβάτια σας για να ξυπνούν οι καυλωμένες αισθήσεις σας την ώρα που κάνετε έρωτα.
Με καταδικάσατε στη σιωπή γιατί τη φοβάστε σαν τη χειρότερη τιμωρία, σας έρχεται πανικός να μείνετε μόνοι, μόνο με το μυαλό σας, γιατί μόνο η σκέψη ότι αμφιβάλετε για την ποιότητά του θα σας προκαλεί φρίκη και πανικό, σκέφτεστε ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει μα ό,τι χειρότερο υπάρχει,ένα μυαλό μελαγχολικό.
Και με κλείσατε σ’ αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά
από τις γυναίκες σας –θλιβερό καρναβάλι. Όχι!
Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. 

Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι!
Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.
Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρύς θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει.
Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή.
Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους.


Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. 

Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες,
τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. 

Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.

Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο.
Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων.

Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύετε την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι, την Ουρλίκε Μαϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι, Ναι,
Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μαϊνχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.

Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται!

Ναι, απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο.

Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.Με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο.



των Ντάριο Φο, Φράνκα Ράμε

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ (από το «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»)



 
Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, που θα πας τώρα, ρε Φάνη - εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λεω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κηνυγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα... Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραφε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ εμένα λυπάσαι; Τα έχασε ελαφρώς. Ήταν πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος, αλλά και παλικάρι, για να δεχτεί να κρύψει έναν παράνομο σε μια στιγμή που ούτε η μάνα σου, που λέει ο λόγος, δε σ΄ έβαζε μέσα. Όπου το ραδιόφωνο ούρλιαζε ημερήσιες διαταγές, "Πας όστις φιλοξενεί άτομον μη δηλωμένον εις τας Αστυνομικάς Αρχάς, θα παραπέμπεται εις το έκτακτον στροτοδικείον..." Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω, περνάω στη δική σου θέση. Αν τώρα κάνω ένα τηλεφώνημα στην ασφάλεια και τους πω ότι παύω να ασχολούμαι με την πολιτική, χωρίς να αποκηρύξω τίποτα και κανέναν, αύριο θα περπατώ και εγώ "ελεύθερα" και "ακίνδυνα" όπως εσύ... Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς μ΄ ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, ν΄ αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου, και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας; Και, να σου πω και κάτι ακόμα: είμαστε συνομήλικοι. Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά - δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω - δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ΄ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ; Όταν πήρες το πτυχίο σου, όταν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, όταν έκανες καριέρα, όταν γεννήθηκε η κορούλα σου... Γύρω από αυτά κλείνει ο κύκλος. Εγώ ,τα ίδια χρόνια, έζησα τόσα συμπυκνωμένα συναισθήματα, τόσο έντονα, που εσύ ούτε σε εκατό χρόνια της δικής σου ζωής δεν μπορείς να τα ζήσεις. Πόσες φορές έπαιξα με το θάνατο, όχι για παιχνίδι, γιατί τότε θα μπορούσα απλώς να κάνω ένα επικίνδυνο νούμερο στο τσίρκο, αλλά συνεπαρμένος από τους μύθους μου, από τα οράματά μου, από την αγάπη μου για τη ζωή, για τον άνθρωπο και τη λευτεριά του. Πόσες φορές τόλμησα, μετρήθηκα με φοβερούς μηχανισμούς, άλλοτε νικώντας, άλλοτε χάνοντας, αλλά πάντοτε νιώθοντας άνθρωπος και ποτέ αντικείμενο κάποιας μοίρας. Ακόμα, γιατρέ μου, σε σχέση με σένα είμαι πολύ νέος, και να σου πω γιατί; Πράγματα που για σένα θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στος δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας... Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου, γιατρέ; Είσαι "πετυχημένος", ο,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ΄ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας , του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμαενο με βιολογικές ανάγκες... Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ΄ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φιλήσε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη -μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή- και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ΄ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων.

Εποχή άπειρων αποχρώσεων και μηδέν χρωμάτων


                                                               

Ζούμε στην εποχή των άπειρων αποχρώσεων και των μηδέν χρωμάτων.

Μπαίνουμε βγαίνουμε τυφλωμένοι απ' τα φώτα της πλάνης σε κλαμπ και καταστήματα τράπεζες και εμπορικά κέντρα
αγανακτούμε με τους δίπλα μας που βρίζουνε και πετάμε κάτω τις γόπες απ' τα τσιγάρα μας, μόλις ξεφεύγουμε απ' τον πειρασμό να τα σβήσουμε πάνω μας.

Γεμίζουμε τους δρόμους μας με τα αυτοκίνητά μας ακούμε στη διαπασών στην πυρά με τις ξενέρωτες χτυπάμε ρυθμικά το χέρι μας στο τιμόνι επαναλαμβάνουμε τους στίχους χρησιμοποιώντας την κενότητά τους για να ξεφύγουμε απ' τις πραγματικές αισθήσεις μας κορνάρουμε και βιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ' τον κόσμο φοράμε τη γραβάτα μας τη γόβα μας και αναβαθμιζόμαστε παίρνουμε αγκαλιά έναν άνθρωπο και κοιτάμε το ρολόι βουλιάζουμε στον καναπέ μας και ξεφεύγουμε μέσα στο τσιμέντο της ανακαινισμένης πολυκατοικίας μας η και μη.

Βλέπουμε ανθρώπους να τσιρίζουν στις τηλεοράσεις μας τους βαφτίζουμε οικογένειά μας και αναλύουμε τα διαζύγιά τους διασκεδάζουμε με τις σειρές που κάνανε τους ομοφυλόφιλους αστεία και τις απεργίες ανέκδοτα. Οι κομπάρσοι είναι οι διαμαρτυρόμενοι που παίζουν τάβλι και οι πρωταγωνιστές οι δευθυντές που μας αρέσει να ταυτιζόμαστε, στον τοίχο κρεμούν την παπαρήγα και ο σαββόπουλος τραγουδάει στο βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι.
Στις διαφημίσεις οι γυναίκες μαγειρεύουν χαρωπά και οι άντρες παίζουν στοίχημα με ζήλο κλείνουμε την τηλεόραση και στα όνειρά μας βλέπουμε τις πόρσε και τη βόνταφον τα σαμπουάν και τα παριζάκια υφαντής τον ολυμπιακό και τη μενεγάκη.

Κι όταν ξυπνάμε νομίζουμε πως είμαστε υπερήρωες με λίγα λίπη παραπάνω.

Αγαπάμε τα κόκκαλα του μοντέλου στις αφίσες μας ξεχνάμε τα πρόσωπα των ανθρώπων στα σπίτια μας κι όταν κοιτάζουμε τα δικά μας πρόσωπα τρέμουμε γιατί δεν αναγνωρίζουμε τα είδωλά μας. Δεν είναι που άλλαξαν τα χαρακτηριστικά μας, είναι που δεν υπάρχουν καν πίσω από τα καινούρια  μεικ απ μας τις πρόωρες ρυτίδες στα μέτωπά μας τις ανασφάλειες και την ανυπαρξία μας.
Ιδρώνουμε απ' τα χρέη μας κλείνουμε τα μάτια των παιδιών μας για να μην βλέπουν πίνουμε τις μπύρες μας και φτύνοντας αποκαλούμε τη νεολαία μας αλήτες.
Στις δεκαεφτά του νοέμβρη θυμόμαστε να θρηνήσουμε τα θύματά μας αν αποδεχόμαστε ότι υπήρξαν, δεν ξέρουμε να κλάψουμε για τα σημερινά θύματα που βλέπουμε στον καθρέφτη μας και τα σημερινά «πολυτεχνεία» θεωρούμε αναίτιες κινήσεις καθοδηγούμενες από εξτρεμιστές και προδότες του έθνους.
Όμως προστατεύουμε το έθνος μας δέρνοντας μετανάστες
μαχόμενοι να μην κλέψει κανείς το όνομα της χώρας του «ένοπλου εξερευνητή» και ήρωά μας αλέξανδρου,
και μέγα,
και αφήνουμε τους φαντάρους να σκοτώνονται στον αέρα για να δοκιμάσουμε τα πανάκριβα F16 μας.
Αφήνουμε όλα τα χρωστούμενα για τους ολυμπιακούς, οπου θα διαφημίσουμε εταιρίες που δουλεύουν 6χρονα παιδιά, στους απογόνους μας που αποστηθίζουν, χαίρονται με την αποτυχία των συμμαθητών τους και μαθαίνουν να κλίνουν το ρήμα «ειμι» για μια θεσούλα στο δημόσιο.
Και στο μέλλον τους, που δεν μπόρεσαν ούτε να φανταστούν κάπως αλλιώς για διάρκεια πάνω από ένα δεκέμβρη μήνα, πίσω από το γραφείο τους, σε κάποιο μέρος που μισούν να ζουν ή δεν έχουν άποψη για αυτό, με τη βεβαίωση του ασεπ, τη λίστα για το σουπερμαρκετ και την αίτηση για δάνειο στην τσέπη, μονολογούν
Ειμι
Ει
Εστι
Εσμεν
Εστε
Εισιν

και δεν ξέρουν τι σημαίνει  ΕΙΜΑΙ.

Το μόνο που μπορούν να δουν είναι αποχρώσεις του γκρι
και δεν έχουν αγγίξει ποτέ ένα χρώμα γιατί φοβούνται μη λερωθούν.


(από δεκέμβρη του '09)