Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Χρόνε....

"Περίμενέ με ρε χρόνε μια φορά..."

"Τύχη. Γιατί κι αυτή χρειάζεται στη ζωή..."

"Βγάλε φωτογραφίες...Βγάλε..."

"Να είμαστε και του χρόνου εδώ. Να είμαστε όλοι εδώ. Αυτό."


Κάπως έτσι ακούστηκαν οι ευχές αυτό το βράδυ...Οι πιο κρίσιμες, οι πιο χαρακτηριστικές, οι πιο καινούριες.
Που δεν τις είπαμε έτσι άλλες χρονιές.

Γιατί χάσαμε ανθρώπους αυτή τη χρονιά. Με είδών θανάτους. Και χρειαζόμαστε την τύχη. Και να είμαστε μαζί. Να μη χαθούμε εμείς, που είμαστε ακόμη εδώ.
Αλλά βγάζουμε φωτογραφίες. Για να θυμόμαστε τα πρόσωπα. Και τις εκφράσεις. Κάπως. Αν ξεθωριάσει η μνήνη. Κάτι πάλι εκεί να ζωντανεύει την όποια πια ανυπαρξία. Ανυπαρξία αλλά ούτε ακριβώς. Γιατί αφού έχει κάτι υπάρξει πώς να διανοηθούμε την κάποτε μη ύπαρξή του και πώς να είναι όντως αυτή δυνατή;
Βγάζουμε φωτογραφίες γιατί δεν ξέρουμε αν κάποιος σε ένα χρόνο τέτοια μέρα δε θα είναι εδώ.
Και ξέρουμε, πως με τις φωτογραφίες λίγο λίγο ξεγελάμε τον χρόνο, ή εμάς μέσα σ αυτόν.
Κάτι να μείνει όπως ήταν. Χωρίς την αλλοίωση του χρόνου τα πρόσωπά μας χαμογελούν και  τα μάτια μας ανοιχτά και μεγάλα για κείνες τις στιγμές που θα είναι πια στάχτη ή λάσπη ή αέρας.

Σαν μέσα από αυτές τις φωτογραφίες να μας περιμένει για λίγο ο χρόνος. Με τόση επιθυμία να του φωνάζουμε "περίμενέ μας" και να γυρίζουμε πίσω τα ρολόγια, αφού εμείς τον ορίζουμε, όσο κι εκείνος εμάς ορίζει.
Γιατί χάσαμε και τις δουλειές μας αυτή τη χρονιά, και τα σπίτια μας, κι ανεβάσαμε και πίεση, και τους φίλους μας είδαμε κάτω από αρβύλες και γκλομπ, και κλάψαμε πολύ γιατί σταματήσαμε έστω και για λίγες στιγμές να βλέπουμε μπροστά στο μέλλον, και αγκαλιαστήκαμε πολλές φορές γιατί τρομάξαμε, και με ξένους ανθρώπους μοιραστήκαμε ένα πιάτο φαί, και σφίξαμε και τα χείλη δυνατά και με αίμα από την αδικία, και κρατήσαμε και το χέρι ενός αγνώστου για να μην πέσει, και αφήσαμε τον πιο κοντινό (ή μέσα) μας άνθρωπο, και αποχαιρετήσαμε αγαπημένους φίλους με πολλές βαλίτσες στα αεροδρόμια, και περπατήσαμε μέσα στα στενάκια μόνοι, και κρύψαμε με τις παλάμες μας το πρόσωπό μας, και δεν ξεχάσαμε, και μπορέσαμε να αγαπήσουμε ξανά.
Κι είμαστε πάλι εδώ, να επαναλαμβάνουμε και πάλι μια μια , ένα ένα συνήθειες και έθιμα, σαν πώς θα κρατηθούμε από αυτά, κι ο άγιος βασίλης πήρε πάλι το πρόσωπο κάποιου δικού μας και έφερε σε όλους μας δώρα, κι όλοι χαρήκαμε μπροστά σ αυτά, αλλά πιο πολύ όταν βουτήξαμε τα χέρια μας, τρία παιδιά, στη σοκολάτα, και ευχηθήκαμε να είναι τόσο νόστιμος κι ο χρόνος.

Δε θέλω να ξεχνάω, κι ούτε και θα ξεχάσω,
όμως αλλάζουν οι χρονιές, οι μήνες, και οι μέρες
κι εγώ βαρέθηκα να φοβάμαι τον χρόνο.

Μόνο καταφέρνω και του μιλώ.

Χρόνε....




Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

6 λέξεις

Τα μάτια σου έχουν γίνει δυό κόκκινες κουκκίδες
όλο το σώμα σου γέμισε πολύχρωμα φτερά
είσαι ένα πανέμορφο πουλί που πετάει
ολόκληρος ένας τόσο δα δρυοκολάπτης
και με το ανάγλυφο στόμα σου μεταμορφωμένο σε πελώριο λείο ράμφος
σε βλέπω τώρα
σαν τρελός θες να φτιάξεις τη φωλιά σου στις κουφάλες των δέντρων
μόνο που γίνομαι εγώ το δεντρό πια 
το ξύλο που θέλεις να ξεπεράσεις μα καταστρέφεις απλώς,
κολλάς το ράμφος σου στη σάρκα μου επάνω
μου προκαλείς πληγές, αναίμακτες τρύπες
έτσι που σκορπίζονται κάτω τα κομμάτια μου κι εγώ συνεχίζω να ζω.
Ακόμη στέκεσαι αντίκρυ μου όταν πέφτω να κοιμηθώ, η μικρή πτηνού ύπαρξή σου
το πρόσωπό σου μιλάει ή σωπαίνει καρφωμένο στο ταβάνι μου
-γιατί ποτέ δεν μάθαμε να κοιμόμαστε δίπλα.
Μου σφίγγεται το δέρμα, τόσο παράτερα οικεία η μόρφη σου και τόσο εσωτερικά ξένη,
προσπαθώ να τη σβήσω απ' το λευκό του δωματίου μου χρώμα
κι έτσι τοποθετώ σε όλες τις γωνίες και σε όλα τα όρια αυτού του μικρού χώρου κοφτερούς επικίνδυνους ανεμιστήρες και τους δίνω το ρεύμα.
Για να έρθει ο αέρας εκεί ψηλά
και να διαλύσει την αδιάκοπη εικόνα σου
σαν αυτή να υπάρχει μόνο ως καπνός 
και όχι ως μνήμη.
Όμως ο αέρας μόνο κινεί τα χαρακτηριστικά σου στο ταβάνι, χορεύει τα μαλλιά σου,  διαιρεί τις παγωμένες εκφράσεις σου
ώσπου σε ζωντανεύει πιο πολύ
και σε φοβάμαι
και κρύβομαι κάτω απ' το πάπλωμά μου τρομαγμένη 
όπως τότε που κρυφτήκαμε κάτω από εκείνο το τραπέζι, σαν να κρυβόμαστε απ' το μέλλον.
Όμως μας βρήκε το μέλλον
κι εγώ τώρα μαζεύω τα κομμάτια μου από κάτω και τα βάζω στην αρχική τους θέση, 
μπαλώνομαι και φαίνονται οι ραφές.
Μα, λίγο πριν γίνει κι αυτό το μέλλον μια εντοιχισμένη εντός μας λήθη, θα νιώσω πάλι πάνω απ το σώμα μου το πρόσωπό σου, θα διακρίνω σαν βουητό μια απ' το τελευταίο σου δάκρυ ετοιμόρροπη ίνα, και πώς θα κρεμιέται σαν ακροβάτης επάνω της εκείνη η κάποτε στιγμή του μαζί και της απεραντοσύνης.
Και κάπου εκεί θα σπάσουν κι οι ραφές.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ο έρωτας στις ράγες


Ο χρόνος: ένα τρένο φάντασμα. Τι είμαστε; Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Τελείωσε η διαδρομή μας, κατεβήκαμε στην προηγούμενη στάση, το τρένο είναι ήδη στην επόμενη, κι εμείς έχουμε ήδη επιβιβαστεί σε άλλο: είναι γιατί τώρα ο χρόνος μετράει αλλιώς.
Ο χρόνος: ένα τρένο φάντασμα. Φεύγει και δεν το νιώθουμε,μόνο ακούμε τα βουητά του στις ράγες και περιμένουμε τη συντριβή του, τη συντριβή μας.

 Το τρένο. Συχνάζει σε παλιούς παρατημένους σταθμούς και τα τζάμια του είναι σπασμένα και αφημένα μες στα ραγίσματά τους. Η συντριβή του είναι διακριτή απ’ την ταχύτητά του, η έκστασή του φανερώνεται απ’ τις σπίθες που ανάβει στην επαφή του με τη γη, κάπου κάπου σταματά και κάποιοι κατεβαίνουν, πάντα πιάνουν το στομάχι τους και διπλώνονται στα δυό,
γιατί πονούνε,
κι όσοι ανεβαίνουν, οι νέοι επιβάτες, με το ρίσκο χαραγμένο στα κούτελά τους, χαμογελούνε σαν υπνωτισμένοι αδιάκοπα, νιώθουν τη ζωή να μουδιάζει κάθε άκρη του κορμιού και του μυαλού τους , χοροπηδάνε σα μικρά παιδιά που αγνοούν την άισθηση του κινδύνου, ή πιάνουν το στομάχι τους και διπλώνονται στα δυό,
γιατί φοβούνται,
πως θα πονέσουν.

Το τρένο τρέχει, όσοι βρίσκονται απ’ έξω δεν το φτάνουν με το μάτι τους μόλις περνάει την αποβάθρα,
Κι οι από μέσα, ελπίζουν να υπάρχουν φρένα, να πάψει η κίνηση,
-ο χρόνος ο χρόνος,
όμως δε νιώθουν το πέρασμά του, την ταχύτητά του, δυσκολέυονται στην αντίληψη της ορμής του: αντιλαμβάνονται την ορμή και τη λύσσα και την εφημερότητά της διαδρομής του μόνο όταν πλησιάζουν στο τέλος ή όταν ακουμπούν τα πέλματά τους στην αποβάθρα,
οι ίδιοι, όσο ταξιδεύουν, απολαμβάνουν μια εσωτερική βραδύτητα κι έτσι η ταχύτητα του κοντινού έξω τους, δεν τους εμποδίζει να παρατηρούν τα τοπία από τα παραμελημένα παράθυρα, αέρας παρασέρνει τα μαλλιά και τα ρούχα τους όπως τρυπώνει από τις αμπάλωτες πληγές του γυαλιού, πληγές σα δώρα,
όλα τα τοπία είναι πράσινα και μπλε και γαλάζια κι αναπνέουν στις μαγικές αποχρώσεις τους όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου,
καμιά φορά τα τοπία δεν κάνουν την εμφάνισή τους τόσο ανθισμένα όμως ούτε και μαραίνονται ποτέ: αποκτούν μόνο αιμάτινη μορφή και χρώμα πυκτό κόκκινο,
τίποτα δε χάνεται στη μετριότητα μιας μεσαίου μήκους ύπαρξης
όλα γνωρίζουν την ύπαρξη τους στο μέγιστο δυνατό και αδύνατο.

Το τρένο λόγω της ασύλληπτης ταχύτητάς του μοιάζει με φάντασμα:
Ξέρουμε ότι υπάρχει όμως κανείς δεν μπορεί να το δει.

Ο χρόνος ένα τρένο φάντασμα.

Δεν είδαμε πουθενά τον οδηγό.

Οι επιβάτες δεν μπορούν να ρωτήσουν πια κανέναν που θα κατέβουν, πού πρέπει να κατέβουν, πότε θα φτάσουν, ποιος είναι ο προορισμός τους, και αν υπάρχει.



Ο χρόνος: ένα τρένο φάντασμα γιατί δεν είδα πουθενά τον οδηγό.

Εδώ ο χρόνος μετράει αλλιώς,

Εδώ δε μετριέται ο χρόνος:
στον έρωτα δε μετριέται ο χρόνος.

Γι αυτό το τρένο αυτό διαφέρει από τα άλλα
Και δε φτάνει ποτέ την ώρα που έχει υπολογιστεί στους πίνακες ανακοινώσεων.



Πάντως αποφασίζεις αν θα ανέβεις.



 Ο έρωτας είναι τόσο ονειρικά δεμένος με τον χρόνο,
Κι ο χρόνος υπάρχει μόνο λόγω της γνώσης του θανάτου και του τέλους.

“Ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε…”

Όμως…And long after we’ re gone the lights will stay on

                   

                     Not afraid to be flying
                     Not afraid to be lost


Με το ρίσκο χαραγμένο στα πρόσωπά μας
Και τη ζωή βυθισμένη τόσο μέσα που αναβλύζει απ’ την ψυχή μας…