Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

6 λέξεις

Τα μάτια σου έχουν γίνει δυό κόκκινες κουκκίδες
όλο το σώμα σου γέμισε πολύχρωμα φτερά
είσαι ένα πανέμορφο πουλί που πετάει
ολόκληρος ένας τόσο δα δρυοκολάπτης
και με το ανάγλυφο στόμα σου μεταμορφωμένο σε πελώριο λείο ράμφος
σε βλέπω τώρα
σαν τρελός θες να φτιάξεις τη φωλιά σου στις κουφάλες των δέντρων
μόνο που γίνομαι εγώ το δεντρό πια 
το ξύλο που θέλεις να ξεπεράσεις μα καταστρέφεις απλώς,
κολλάς το ράμφος σου στη σάρκα μου επάνω
μου προκαλείς πληγές, αναίμακτες τρύπες
έτσι που σκορπίζονται κάτω τα κομμάτια μου κι εγώ συνεχίζω να ζω.
Ακόμη στέκεσαι αντίκρυ μου όταν πέφτω να κοιμηθώ, η μικρή πτηνού ύπαρξή σου
το πρόσωπό σου μιλάει ή σωπαίνει καρφωμένο στο ταβάνι μου
-γιατί ποτέ δεν μάθαμε να κοιμόμαστε δίπλα.
Μου σφίγγεται το δέρμα, τόσο παράτερα οικεία η μόρφη σου και τόσο εσωτερικά ξένη,
προσπαθώ να τη σβήσω απ' το λευκό του δωματίου μου χρώμα
κι έτσι τοποθετώ σε όλες τις γωνίες και σε όλα τα όρια αυτού του μικρού χώρου κοφτερούς επικίνδυνους ανεμιστήρες και τους δίνω το ρεύμα.
Για να έρθει ο αέρας εκεί ψηλά
και να διαλύσει την αδιάκοπη εικόνα σου
σαν αυτή να υπάρχει μόνο ως καπνός 
και όχι ως μνήμη.
Όμως ο αέρας μόνο κινεί τα χαρακτηριστικά σου στο ταβάνι, χορεύει τα μαλλιά σου,  διαιρεί τις παγωμένες εκφράσεις σου
ώσπου σε ζωντανεύει πιο πολύ
και σε φοβάμαι
και κρύβομαι κάτω απ' το πάπλωμά μου τρομαγμένη 
όπως τότε που κρυφτήκαμε κάτω από εκείνο το τραπέζι, σαν να κρυβόμαστε απ' το μέλλον.
Όμως μας βρήκε το μέλλον
κι εγώ τώρα μαζεύω τα κομμάτια μου από κάτω και τα βάζω στην αρχική τους θέση, 
μπαλώνομαι και φαίνονται οι ραφές.
Μα, λίγο πριν γίνει κι αυτό το μέλλον μια εντοιχισμένη εντός μας λήθη, θα νιώσω πάλι πάνω απ το σώμα μου το πρόσωπό σου, θα διακρίνω σαν βουητό μια απ' το τελευταίο σου δάκρυ ετοιμόρροπη ίνα, και πώς θα κρεμιέται σαν ακροβάτης επάνω της εκείνη η κάποτε στιγμή του μαζί και της απεραντοσύνης.
Και κάπου εκεί θα σπάσουν κι οι ραφές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου